- ψαράγκαθο
- το, Νβλ. ψαραγκάθι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
άκανθα — Το αγκάθι, βελονοειδές έκφυμα των φυτών. Με το ίδιο όνομα υπάρχει και θάμνος που αριθμεί τρεις ποικιλίες, ά. η βασιλική, ά. η ινδική και ά. η αραβική καθώς και ένα δέντρο ιθαγενές της Αιγύπτου, γνωστό με την επιστημονική ονομασία ά. η αιγύπτια. Ά … Dictionary of Greek
ψαραγκάθι — και ψαράγκαθο, το, Ν το ψαροκόκαλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψάρι (Ι) + αγκάθι] … Dictionary of Greek
ψαραγκάθι — ψαραγκάθι, το και ψαράγκαθο, το ψαροκόκαλο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)